- ἀποδιαστέλλω
- ἀποδια-στέλλω,A divide, PTaur. 8.22.48 (ii B. C.), LXXJo.1.6 (v.l.):—[voice] Pass., to be set apart, forbidden, ib.2 Ma.6.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποδιαστέλλω — ἀποδιαστέλλω (Α) 1. διαιρώ, διαχωρίζω 2. ( ομαι) είμαι απαγορευμένος … Dictionary of Greek
ԲԱԺԱՆԵՄ — (եցի.) NBH 1 422 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ն. ԲԱԺԱՆԵՄ ԲԱԺԱՆԻՄ. գրի եւ ԲԱՐԺԱՆԵԼ. μερίζω, διαμερίζω , ἁπονέμω, ἁποδιαστέλλω, διαιρέω partio, dispertio, distribuo, divido Բաժին բաժին կամ մասն մասն առնել զմի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)